Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Τῆς Γεννέσεως Ὥρα






Τῆς Γεννέσεως Ὥρα

Χαράματα θὰ 'ναι θαρρῶ.
 Οἱ πρῶτες τοῦ φωτὸς ἀχτῖδες,
μονομαχώντας μὲ τοῦ σκότους τὸ στράτευμα,
ὁδηγοῦν τοῦ Φοίβου τὸ ἅρμα,
εἰς τὴν λαχτάραν τῆς νέας ζωῆς,

Κρυμμένη ἀπὸ τὸ σκότος,
μέσα εἰς τὴν μαγευτικὴν
τοῦ πρασίνου φύλλου ἀνεμελιά,
ἐγκυμονεῖ τὴ Ἐλευθερίαν
καὶ ὀνειρεύεται τὴν ἕνωσίν της,
μὲ τῆς μητρός της Γαῖας τὴν ἀγκαλιά,
ἡ ὡραία μικρούλα δροσοσταλιά.

Ὀ κλειδοκράτορας Φοῖβος,
χαϊδεύει τὸ δέρμα τοῦ πρασίνου φύλλου
κι αὐτὸ χαλαρώνοντας ἀπὸ τὴν θέρμην του,
ξεδιπλώνεται,
ἀφήνοντας τὴν δροσοσταλιά,
νὰ στολίσῃ μὲ ἀνθισμένες τῆς νιότης ἀχτίδες τὰ μαλλιά της,
τὸ πρόσωπόν της μὲ χρώματα ἀπὸ τῶν ἀστεριῶν τὸν ἔρωτα
καὶ τὸ ζηλευτόν της κορμί,
μὲ κεντημένον ἀπὸ τὴν βροχὴν φόρεμα.
 Καὶ εἰς τὸν λαιμόν,
τῶν πελάγων τὸ ἄρωμα εἶχε,
τὰ μάτια της σὰν τὴν συννεφιά,
τὸ Αἰγαῖον ποὺ χωρίζει,
ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν του Οὐρανόν
καὶ τὰ στήθια της,
ὦ…τὰ στήθια της …
ἀνοιξιάτικος χορὸς παρθένων λεμονανθῶν,
μὲ καλεσμένες καλοστολισμένες ὡραῖες μελισσοποῦλες.

 Ἔτσι περίμενε τὸν ἄνεμον,
μαζὶ του νὰ τὴν πάρῃ,
μέσα ἀπὸ τὴν ἀγκάλη τοῦ πρασίνου φύλλου,
νὰ τὴν ἀφήσῃ εἰς τὰ ἤρεμα τῆς ἄπνοιας χέρια,
κι ἐκεῖ,
οἱ νεράϊδες φυσώντας ἁπαλὰ γύρω της,
νὰ τὴν μεταφέρουν εἰς τὴν μητέρα της Γῆ.

Καὶ ἦλθεν Αὐτός,
μὲ ὁρμὴν καὶ ὀργὴν νὰ τὴν ἁρπάξῃ·
 τρέξαν οἱ νεράϊδες εὐθύς
μὲ τρόμον νὰ προλάβουν,
μὰ ἡ ὡραία μικρούλα δροσοσταλιά,
φορώντας τῆς ζωῆς τὰ στολίσματα εἰς τὰ χείλη της,
ταξείδευε ἤδη εἰς τὸ κενόν.

Τὸ γέλιο τοῦ ἀνέμου τραχὺ
καὶ τὰ χέρια τῆς Γῆς τρομαγμένα,
μάταια προσπαθοῦσαν νὰ τὴν ἀγκαλιάσουν
καὶ ἡ μικρὴ δροσοσταλιά,
χαμογελώντας εὐτυχισμένα,
ἔπεσε σὲ στεῖρα ἐπάνω πέτρα.

Τ’ ἀστέρια ἐσβήσανε,
οἱ ἀχτῖδες τρέξανε μακρυά,
ἀφήνοντας τὰ πλεγμένα της μαλλιά,
νὰ προσπαθοῦν νὰ γαντζωθοῦν ἐπάνω τους…
τὰ πέλαγα ἐπέρασαν,
πῆραν τ’ ἄρωμά τους κι αὐτά,
καὶ ἡ βροχὴ ἀλαφιασμένη ξετύλιγε τὸ νῆμα,
νὰ πάρῃ τὸ φόρεμα ἤθελε,
τὴν ὥρα ποὺ ἡ συννεφιά,
ἄφηνε τὰ γκρίζα ἴχνη της,
εἰς τὰ σβησμένα κρῦα μάτια
τῆς μικρούλας δροσοσταλιᾶς.
 Καὶ ἡ θλῖψις,
μαζὺ μὲ τὶς παρθένες μελισσοποῦλες,
ἐνδεδυμένη πενθίμους λεμονανθούς,
γοργὰ πετοῦν,
νὰ φέρουν φίλεμα εἰς τὴν βασίλισσάν τους,
τὰ ἴχνη τῆς ζωῆς ἀπὸ τὰ στήθια της.

Καὶ ἡ μάνα Γῆ
μὲ ἄκαρπα χέρια,
ἀδύναμα νὰ σώσουν τὸ κορμάκι της,
μὲ μάτια ἀπὸ δάκρυα πλημμυρισμένα,
ἀφήνει τοὺς λυγμούς της νὰ ἑνωθοῦν,
 μὲ τὸ τσακισμένον εἰς τὴν στεῖραν πέτρα βλαστάρι της,
θαρρώντας πὼς τώρα,
εἶναι τῆς γεννέσεως ὥρα …

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
2-6-2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου